
Πάντα παιδί με μία άπιαστη ψυχή
Πάντα ταξίδευα σε βάθη και σε ύψη
Λαθραία αγνάντεψα την τόση ανοχή
Αυτού του κόσμου που κανείς δεν του ‘χει λείψει
Πέταγα πάνω από ταράτσες και λυγμούς
Πάνω από γέλια και καρδιές ευτυχισμένες
Κι όταν ξαπόσταινα έβγαζα στεναγμούς
Από στιγμές που δε γεννήθηκαν παρθένες
Άφησα χρόνια να περάσουν βιαστικά
Μ’ αμφιβολίες, αυταπάτες κι ένα «ίσως»
Φόρτωνα μέρες μου στου χρόνου τ’ αστικά
Στις ανεμώνες των αγρών όλο το μίσος
Δεν ευδοκίμησαν του πόθου οι καρποί
Κι ενώ σαπίζανε τους πότισα με δάκρυ
Και αναστήθηκε από μέσα τους η οργή
Κι όταν βαδίζω εύχομαι μη βρω τη νάρκη
Είμαι ένας άγγελος μαζί και σατανάς
Ποτέ δεν μπόρεσα αλήθεια να χωρίσω
Αυτό το άλλο μου μισό που ‘ναι μπελάς
Κι έτσι πορεύομαι χωρίς να μ’ αγαπήσω