Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2006

Μάθημα ζωής



Γύριζα στο ρολόι μου τους δείκτες της ζωής
Και σ’ είδα εκεί να στέκεσαι ψυχρός κι επιμελής
Γκρίζο κοστούμι φόραγες μ’ άσπρη πουκαμισιά
Με τα γυαλιά ν’ αντανακλούν φόβους και ουρλιαχτά

Δίπλα στον μαυροπίνακα όρθια η Λενιώ
-Δεν έμαθες το μάθημα; για θα σου δείξω εγώ!
-Δάσκαλε, σε παρακαλώ, άλλο μη με χτυπάς!
Πονάει βαθιά αυτή η σκιά της μαύρης μελανιάς

-Μην την χτυπάς πια!!! ούρλιαξα κι έτρεξα να χωθώ
Ανάμεσα στον σάτυρο και την μικρή Λενιώ
-Δε βλέπεις πως γκριζάρανε τα μαύρα της μαλλιά;
Τα δέρμα τσαλακώθηκε και γέρασε η καρδιά

Πάψε, φτάνει πια ο στραγγαλισμός της άσπιλης ψυχής
Μπροστά στους μαθητές σου μέλλει να δικαστείς
Δίχως κοινό, κατήγορους, μάρτυρες, δικαστές
Θα σου χρεώσω μ’ ασπασμό, ισόβιους εραστές

Φύλαξα μες στα χέρια μου τα δάκρυα της Λενιώς
Τα ξέπλυνα απ’ την ντροπή που πλάθει ο βιασμός
Αυτό το μάθημα ζωής να ‘βγαινε απ’ τα σχολειά
Να μην δασκαλευτεί ποτέ ξανά σ’ άλλα παιδιά.

Παλίρροια



Μέσα στις δυο σου θάλασσες θεριεύει η παλίρροια
Και τρέχει πάνω στα χαρακωμένα μάγουλά σου
Δεν ήθελες κι απόψε να στέκομαι εδώ κοντά σου
Και να μυρίζω στη σιωπή τα βάσανα, τα μύρια

Δε με κοιτάς, για να σου πει η ψυχή μου τα όσα θέλει
Και το απλανές το βλέμμα σου, μου κόβει τα φτερά
Όχι! Δεν ήρθα – λέω – γιατί η ανάγκη με τραβά
Είναι που απλά μου μίλησαν για ‘σένα, οι αγγέλοι

Κυπαρισσένια μου ομορφιά, που λύγισες στα χρόνια
Και λιμνοθάλασσα ψυχή, που έρημος πια θαρρείς
Πως γίνανε τ’ αισθήματα και άδεια αγκαλιά χωρίς
Η αγάπη να σε έχει βρει κι ας σ’ έψαχνε αιώνια

Αχ! Να ‘ταν να χανότανε για πάντα η πλημμυρίδα
Κι η άμπωτη να στέγνωνε τα μάτια σου, τα θολά
Η αγάπη να σ’ επισκεφτεί, ποτέ δεν είναι αργά
Κι όσο κι αν κρύβεσαι… μια λάμψη κάποτε την είδα


Στη γιαγιά μου, που μεγάλωσε 13 παιδιά, έδωσε όλη της την αγάπη παρότι ποτέ η ίδια δε γνώρισε την αγάπη σαν γυναίκα. Τα καταγάλανα μάτια της πια την προδώσανε και τα δάκρυα της δεν έχουν τελειωμό!

Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2006

Στο ‘χω πει;




Στο ‘χω πει
Πως σ’ είχα πάντα ήρωα μου;
Στη ζωή
Πάντα μαζί και στα όνειρα μου;

Στο ‘χω πει
Πώς ήσουν όλα όσα ζητούσα;
Ο αδερφός
Που πάντα να ‘χα, καρτερούσα;

Στη ζωή αυτή και σίγουρα στην άλλη
Πάντα θα είμαστε εμείς μαζί και πάλι
Μην πονάς και μην τα βράδια με γυρεύεις
Στην αγάπη θέλω πάντα να πιστεύεις

Κι αν χωρίσαμε και είπαμε τ’ αντίο
Μη μου κλαις και η ψυχή μου σπάει στα δυο
Γράψε μου ένα τραγούδι να μαγεύει
Που να λέει πως στην αγάπη θα πιστεύει

Στο ‘χω πει
Πως όσα χρόνια κι αν περάσαν
Σα στιγμή
Ήρθαν και φύγαν. Δε μας φτάσαν

Και γι’ αυτό
Πάντα παιδιά θα μας θυμάμαι
Σ’ αγαπώ
Πιασ’ την σφεντόνα σου και πάμε.

Γραμμενοι στίχοι πάνω σε μουσική του αγαπητού μου φίλου Νίνο Αθανασιάδη!
Για τον αδερφό μου....

Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2006

Έφυγα μάτια μου



Έφυγα μάτια μου
Κοίτα με έφυγα
Από την σκέψη σου
Για πάντα ξέφυγα

Άλλαξα νούμερο
Και μετακόμισα
Χαρτιά διαζυγίου
Σου τα προσκόμισα

Έφυγα μάτια μου
Και σου παρέδωσα
Τόνους γραμμάτια
Για όσα δεν ένιωσα

Έφυγα, κοίτα με!
Δε σ’ έχω ανάγκη
Πόνεσα, πάλεψα
Μα, βρήκα την άκρη

Έμεινες μόνος σου
Αυτό δεν ζητούσες;
Σε κάθε λέξη σου
Δεν το εννοούσες;

Τώρα μην στέκεσαι
Και μην κλαψουρίζεις
Έφυγα μάτια μου
Και δε με γυρίζεις.

Ότι πολύ αγάπησα



Ότι πολύ αγάπησα, ήταν απλά ένα ψέμα
Κι ας ένιωθα πως ήμουνα βασίλισσα με στέμμα
Μ’ έντυνες με τις λέξεις σου, που ‘μοιαζαν με ρουμπίνια
Μου ‘κλεβες το χαμόγελο, με πονηρά τσαλίμια

Ότι πολύ ερωτεύτηκα, ήταν απλά σκοτάδι
Που το κρυβες περίτεχνα πίσω από ένα χάδι
Και ορκιζόσουν στον Θεό, πως είμαι ‘γω η χαρά σου
Το φως σου, η ανάσα σου, η ελπίδα στ’ όνειρά σου

Ότι πολύ ελάτρεψα, ήταν τα δυο σου μάτια
Που στάζαν πόνο και καημό κι έφεγγαν μονοπάτια
Ήτανε τόσο πειστικά κάθε που με θωρούσαν
Σβήναν κάθε υποψία μου, πως θα με καταργούσαν

Ότι πολύ ονειρεύτηκα, ήτανε τ’ όνειρό μας
Που κάθε μέρα ζούσαμε, μετρώντας τον παλμό μας
Γκρεμίζαμε και χτίζαμε ζωή να μας ταιριάξει
Και νιώθαμε γαλήνιοι, σαν όλα ήταν σε τάξη

Ότι πολύ με πόνεσε, δεν ήτανε το τέλος
Ούτε που πλέον έγινες ένας τελείως ξένος
Είναι που δε μου στάθηκες την ύστατή μας ώρα
Και μ’ άφησες να καταπιώ, μόνη αυτήν την μπόρα.

Μουσικη : Νινος Αθανασιαδης
Ερμηνεια : Μαρια Νικολαου

Οταν τελειώνουν οι αγάπες...



Όταν τελειώνουν οι αγάπες, μη μου κλαις
Σεντόνια άπλυτα γίνονται οι θυμισιές
Με γεύσεις, άρωμα, το σχήμα του κορμιού
Να σβήνουν πάνω σου τις μνήμες του φιλιού

Όταν τελειώνουν οι αγάπες, μη θρηνείς
Μετά το τέλος τους, αρχίζεις να τις ζεις
Σαν την αυγή που διαρκεί λίγα λεπτά
Κι έπειτα μένεις με το φως της στην ματιά

Όταν τελειώνουν οι αγάπες, μη μου κλαις
Μέσα στα όνειρα γίνονται πιο απτές
Και σαν θα μάθεις στην ψυχή να τις φυλάς
Θα ξεχωρίσεις ποιες αξίζουν ν’ αγαπάς

Σαν θα τελειώνουν οι αγάπες, μη μου λες
Πως δεν θα ήθελες να ‘ρχοτανε ποτές
Σαν τον παλαίμαχο στρατιώτη με τιμή
Κάθε σημάδι θα ξυπνά και μια ριπή.

Μουσική - ενορχήστρωση - ερμηνεία : Βασίλης Πάλλης

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2006

Σε περίμενα



Πάντοτε σε περίμενα για να γυρίσεις
Μόνο για μια φορά, εσύ να μην κερδίσεις
Να ‘ρθεις και σαν παιδί να με παρακαλέσεις
Να τρέξεις πίσω μου κλαίγοντας κι ας πονέσεις

Πάντα όμως τον φύλαγες καλά τον εαυτό σου
Και έκρυβες σα θησαυρό το κάθε τι δικό σου
Ποτέ σου δεν κατάφερες αγάπη να μου δείξεις
Κι απ’ της καρδιάς σου την φωτιά, φλόγες να μου χαρίσεις

Πάντοτε σε περίμενα για να ‘ρθεις πίσω
Μόνο για μια φορά, εγώ να μην λυγίσω
Να ‘ρθεις και σαν να είσαι ξένος να κοιτάξω
Για μια μόνο φορά, για ‘σένα να μην κλάψω

Πάντοτε σε περίμενα, ποτέ όμως δεν ήρθες…

Πες του αγέρα μου



Πες του αγέρα μου πως άλλο δεν πονώ
Κι όλα τα λάθη του, τα έχω συγχωρέσει
Πες του φεγγάρι μου πως τώρα πια γελώ
Και μες στην σκέψη μου, δεν έχει πλέον θέση

Πείτε του άστρα μου κι όνειρα της αυγής
Πως τον θυμάμαι, με μια γλύκα και μια θλίψη
Που δεν μπορούνε να μου κάνουν πια κακό
Και δεν προσμένω άλλο πίσω να γυρίσει

Πες του αγέρα μου πως θέλω να γελά
Να μη με σκέφτεται κι απλά να με ξεγράψει
Πάνε σαν ψίθυρος και μίλα του γλυκά
Πες του πως έφυγα και πια να με ξεχάσει

Πείτε του σύννεφα, η αγάπη πως νικά
Και βρίσκει δρόμους κάθε πόνο ν’ απαλύνει
Κι αν του ‘πα λόγια μες στον πόνο μου βαριά
Ήταν γιατί δεν έμαθε ποτέ να δίνει…

Με νίκησαν



Με νίκησαν ο οίκτος κι η συνήθεια
Μου τράβηξαν μια μαχαιριά κι αιμορραγώ
Με τύλιξαν στα γκρίζα τους τα δίχτυα
Και σαν ψαράκι στην στεριά ψυχορραγώ

Με πότισαν κρασί και με μεθύσαν
Για να μη δω που καρτερούσαν την στιγμή
Που σαν όλα τα τείχη πολιόρκησαν
Ορμηξαν μέσα μου σαν Δούρεια εισβολή

Μου στρώσαν να πλαγιάσω με το Μέλλον
Κι αυτό με τύλιξε μ’ ολόλευκα πανιά
Μ’ έφτασε ως την πόρτα των αγγέλων
Ν’ ακροβατώ… να μην πατάω σταθερά

Σαν ερπετά συρθήκανε στο χώμα
Και με τραβήξαν δυνατά κάτω στην γη
Το Μέλλον μου σταυρώσαν μες στο γιόμα
Κι εγώ κατέληξα εδώ…μια σκιά γυμνή

Με νίκησαν ο οίκτος κι η συνήθεια
Κι ας πάλεψα και με ψυχή και με καρδιά
Τωρα κατάλαβα την μόνη αλήθεια
Το ριζικό, κανείς ποτέ του δεν νικά.

Άλλαξα αγάπη μου



Έκανα πράγματα τρελά
Άλλαξα σπίτι και γειτονιά
Έφυγα, κρύφτηκα απ’ όσα σε θυμίζουν
Πέταξα ρούχα μου παλιά
Φόρεσα νέα, φανταχτερά
Έκαψα δώρα και σκιές που με φοβίζουν

Όλα τα άλλαξα, μικρά-μεγάλα
Και σε ξεπέρασα λέω, πάω για άλλα
Κι όμως ποτέ μου δε θα ησυχάσω
Εσένα αγάπη μου, πώς να ξεχάσω;

Πήρα καινούριο καναπέ
Σκέτο πια πίνω τον καφέ
Κι άλλαξα κάθε διαδρομή που σε θυμίζει
Έπαψα σ’ όλα να λέω ναι
Δε μένω μόνη μου ποτέ
Και τ’ όνομα σου πια σα λέω, δε με φοβίζει

Έσκισα ενθύμια, φωτογραφίες
Έσβησα δάκρυα και απουσίες
Μα όσα κι αν έκανα, δε σου το κρύβω
Μέσα στο γέλιο μου, τον πόνο πνίγω

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2006

Τον χρόνο να δαμάσω




Έσκαψα λάκκους με τα χέρια, να κρυφτώ
Έσπασα δείκτες από όσα είχα ρολόγια
Φόρεσα μάσκα να γελάσω τον καιρό
Είχα το μέλλον κλειδωμένο σε υπόγεια

Πήρα μαγνήτες, την πυξίδα να γυρνώ
Και με τα όνειρα δεν έχω πια παρτίδες
Έθαψα λάφυρα από πόλεμο ιερό
Και πια το έμαθα πως κόβουν οι λεπίδες

Χώρεσα θύμισες, όμορφες και ψυχρές
Σε έναν σάκο από φωτιά κι από ατσάλι
Πλήγωσα ξύνοντας θάλασσες αφορμές
Που με προέτρεπαν να αφεθώ και πάλι

Ότι κι αν έκανα, ντρέπομαι να το πω
Μα δεν κατάφερα τον χρόνο να ‘μερώσω
Κι όσο κι αν φαίνεται στα μάτια σου σκληρό
Θέλησα μέσα μου στυγνά να με σκοτώσω!


Επειδή δε γίνεται να σκοτώσουμε το παρελθόν μας και να αγνοήσουμε το μέλλον μας ας δεχτούμε την ζωή έτσι απλά….. όπως μας δίνεται…… και όλα τα κομμάτια της δικά μας είναι….. το παρελθόν με το μέλλον συμπληρώνουν το παζλ….

Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2006

Οι διακοπές που δεν πήγα ποτέ




«Έλα παιδί μου να ετοιμάσουμε βαλίτσες
Πετσέτες, ψάθες, τα μαγιό, αντηλιακά
Σου ‘ραψα και δύο πολύχρωμες φουστίτσες
Σου πήρα τσόκαρα, να κάνεις σαματά.»

Μάζευες πράγματα και γέλαγες θυμάμαι
Πρώτη φορά για διακοπές όλοι μαζί
Κάποιος μας χάρισε δωμάτιο για να πάμε
Κι είχαν βαφτεί τα όνειρά μας θαλασσί

Γύρισε εκείνο το απόγευμα σκυμμένος
Κάποια γνωστή του ‘πε να πάει σε γιατρό
«Το χρώμα σου δεν ειν’ καλό και επομένως
Να πας αμέσως, μην αργείς ούτε λεπτό!»

Την άλλη μέρα οι βαλίτσες στοιβαγμένες
Δίπλα στην πόρτα, περιμέναν με χαρά
Μα, γι’ αλλού ήτανε να παν’ προορισμένες
Σ’ άσπρα δωμάτια που ο ήλιος δεν ξυπνά

.........

«Έλα παιδί μου, να ετοιμάσουμε βαλίτσες
Μετακομίζουμε σε άλλη γειτονιά
Και να! Μην κλαις! Πάρε και παίξε τις κουκλίτσες
Και ο μπαμπάς κοίτα.... γελάει από ψηλά!»

Κι εγώ σου μούτρωνα, τα τσόκαρα χτυπούσα
Αυτά που μ’ άρεζαν και κάναν σαματά
Να καταλάβω, βλέπεις, τότε δεν μπορούσα
Γιατί δεν πήγαμε θάλασσα τελικά......

Το γράμμα




Αγαπημένε μου μπαμπά,

Έρχονται οι γιορτές
Και μες στα μάτια μας θα λάμπουν οι χαρές
Για όσα θα έρθουνε, θα σβήνουμε το χθες

Έρχεται η στιγμή
Που θα γιορτάσω και θα σβήσω ένα κερί
Ακόμα ένα, που μου χάρισε η ζωή

Κι όμως με πονάει
Υπάρχει κάτι που όλο μέσα μου γυρνάει
Κάτι σαν θύμηση που έλλειψη γεννάει

Κι έρχεται ξανά
Η απουσία που όπου κι αν πάω, μ’ ακολουθά
Κι όσα έχω φτιάξει, μοιάζουν ψεύτικα, μικρά

Κι είναι τραγικό
Να βλέπω εμένα μες στον κόσμο αυτό να ζω
Κι εσύ που μ’ έδωσες πνοή…. δεν είσαι εδώ

Θα ‘θελα να ‘ρθεις
Να μπεις στο σπίτι μου, την πόρτα να διαβείς
Να μ’ αγκαλιάσεις και γλυκά να μ’ ευχηθείς

Κι όσο σ’ αγαπώ
Να ξέρεις, μέσα μου, άλλο τόσο σε μισώ
Και που μου λείπεις φταις και σε κατηγορώ

Έρχονται οι γιορτές
Και στο τραπέζι, απουσίες αισθητές
Τόσα γενέθλια, Χριστούγεννα κι ευχές

Χρόνια μου πολλά
Να ‘μαι καλά, να σε θυμάμαι κι ας πονά
Θα σ’ έχω μέσα μου….. για πάντα…..
Η Χαρά

Τι είναι η αγάπη;



Λες ότι ξέρεις πια πως είναι ν’ αγαπάς
Να σβήνεις σύνορα και όρια της καρδιάς
Λες η αγάπη είναι κάτι που πονά
Κι αν μια κερδίζεις, χάνεις σίγουρα πολλά!

Δεν είναι μάτια μου η αγάπη μόνο αυτά!

Είναι μια θάλασσα, αισθήματα κρυμμένα
Που αναδύονται δειλά και φοβισμένα
Πέρνουνε δύναμη από όνειρα κι ελπίδες
Γίνονται κύματα που κόβουν σα λεπίδες

Είναι ένα φως που κατεβαίνει απ’ τα ουράνια
Ανοίγει πόρτες της ψυχής, σβήνει σκοτάδια
Έχει την δύναμη να κάνει τ’ άσπρο μαύρο
Να σε τυλίγει μες στον κύκλο της, τον φαύλο

Λες ότι ξέρεις πια πως είναι ν’ αγαπάς
Ν’ αφήνεσαι και σαν παιδί ν’ ακολουθάς
Να λάμπουν μες στα δυο σου μάτια όσα ποθείς
Κι απ’ τις σκιές πια, να μην τρέχεις να κρυφτείς

Δεν είναι μάτια μου η αγάπη γητευτής!

Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2006

Χριστούγεννα είναι


Μέσα στο χιόνι απόψε μόνος περπατάω
Γύρω φωτάκια και φωνές που αντηχούν
Μες στο μυαλό όλα αυτά που αγαπάω
Πρόσωπα, εικόνες και λόγια τριγυρνούν

Νιώθω το κρύο να παγώνει το κορμί μου
Και τα αισθήματα να θέλουν να εκραγούν
Χριστούγεννα είναι και μέσα στην ψυχή μου
Όλα τα όνειρα θέλουν ν’ αναδυθούν.

Χριστούγεννα είναι, Χριστούγεννα καρδιά μου
Και τρέχω γρήγορα σε ‘σενα για να ‘ρθω
Όλο το βράδυ να ‘σαι μες στην αγκαλιά μου
Και σαν μικρός Χριστός και ‘γω να γεννηθώ

Χριστούγεννα είναι, Χριστούγεννα καρδιά μου
Κι ήρθα κοντά σου την χαρά μου για να βρω
Άγγελοι ψέλνουν και χορεύουνε μπροστά μου
Την Άγια νύχτα αυτή αισθάνομαι πως ζω.

Μέσα στον κόσμο ξεχωρίζω την μορφή σου
Να μου γελά όλο χαρά και προσμονή
Χριστός γεννάται λες απαλά με τη φωνή σου
Και όλα γύρω μας γίνονται μουσική.

Σε είχα ονειρευτεί



Κι όμως… σε είχα ονειρευτεί ένα φεγγάρι
Να φέγγεις μες στα μάτια μου το φως
Να είμαστε το πιο όμορφο ζευγάρι
Που αντίκρισε ποτέ του κι ο Θεός

Κι όμως… είχα σταθεί στο πλάι σου ξανά
Σε κάποια άλλη ζωή ήμασταν ένα
Κι όταν με άγγιζες, μου άναβες φωτιά
Και σου δινόμουνα χωρίς όρο κανένα

Δεν ήταν τύχη που μας έφερε κοντά
Ούτε μια σύμπτωση, περίτεχνα φτιαγμένη
Ήταν του έρωτα η αύρα που ξυπνά
Σαν ανταμώνουν όσοι ήτανε «δεμένοι»

Ο έρωτάς σου, τόσο γνώριμος σταθμός
Λες και περίμενα το σφύριγμα του τρένου
Να ξεκινήσω με πορεία ολοταχώς
Για τ’ άγνωστο ενός κόσμου κρυμμένου.

Πέτρινο γεφύρι



Μοιάζει με πέτρινο γεφύρι η ζωή μου
Κάθε του πέτρα κι ένα ενθύμιο ζωής
Στήριγμα είναι όλοι οι άνθρωποι οι δικοί μου
Πάνω απ’ το ρέμα, να ‘μαι πάντα ασφαλής

Άλλοι διαβήκαν βιαστικά και προσπεράσαν
Και άλλοι σταθήκαν για μια ανάσα της στιγμής
Κάποιοι με πλήγωσαν, με λόγια με χαράξαν
Κάποιοι με πότισαν με δάκρυα φυγής

Είναι η ζωή μου, ένα πέτρινο γεφύρι
Κάθε σημάδι… ένας πόνος, μια χαρά
Σα θα περνάς, κάνε μου μόνο ένα χατήρι
Κόψε το βήμα σου και πήγαινε αργά

Αν θες να νιώσεις και ν’ ακούσεις την ψυχή μου
Στάσου για λίγο και ακούμπα με απαλά
Κοίταξε γύρω κι αφουγκράσου την σιωπή μου
Κάθε γεφύρι… διαφέρει στην καρδιά!


Μουσική/ Εμρμηνεία : Σάκης Lykos

Σα φύγω



Σα φύγεις, μη μου πεις αντίο ούτε γεια
Και μη γυρίσεις ξανά πίσω να κοιτάξεις
Ταξίδι είναι για έναν, στη μοναξιά
Και σαν το βήμα σου ανοίγεις, μη διστάσεις

Σα φύγεις, κοίταξε τον δρόμο σου μπροστά
Και ξέχασε με κάπου εκεί στο παρελθόν σου
Κι αν το μπορέσεις, γέλασε μου δυνατά
Που όλα σου δόθηκαν στο άγνωστο παρών σου

Σα φύγεις, τα δάκρυα σου να τα καταπιείς
Και στεναγμούς μη μου χρεώσεις παραπάνω
Και τ’ όνομα μου ξέχασε το αν μπορείς
Άσε με ελεύθερο, τον ήλιο μου σαν φτάνω

Σα φύγω μάτια μου, θα κλαίω από χαρά
Που όσα στερήθηκα πιο κάτω με προσμένουν
Και σαν θα πίνω ένα ποτήρι λησμονιά
Θ’ αυτοκτονώ για να λυτρώσω αυτούς που μένουν.

Γι' αυτούς που "φεύγουν" μεταφορικά και κυριολεκτικά απ' την ζωή μας, για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε εμείς προσδοκώντας κατι το καλύτερο......

Κι εσύ....



Γυρίζω πάλι σα νυχτώνει στο κλουβί μου
Με βήμα αργό και σταθερό θα υποκύψω
Θα φτύσω άλλη μια βρισιά στην ύπαρξη μου
Που δεν κατάφερα τον δρόμο μου να ορίσω

Μπροστά στην πόρτα θ’ αποθέσω το στεφάνι
Για τις ζωές που θα πενθώ ώσπου να δύσω
Για όσα βούτηξα βαθιά μες στο μελάνι
Το ριζικό μου προσπαθώντας να ξορκίσω

Κι εσύ μου στέκεσαι σα φάρος σε λιμάνι
Πάντα εκεί καμαρωτός κι ελπιδοφόρος
Μου λες πως είμαστε απ’ το ίδιο το χαρμάνι
Μα εγώ γεννήθηκα απ’ την γη διωγμένος σπόρος

Δεν ζω! Υπάρχω για έναν λόγο που δεν βρίσκω
Και καρτερώ για μια στιγμή όλη δικιά μου
Να πω ζωή, πως σ’ έχασα σ’ ένα μου ρίσκο
Σε μια ζαριά, που ‘χα ποντάρει τα φτερά μου

Κι εσύ μου λες μικρή η ζωή και δε σου φτάνει
Θα ‘θελες άλλες δυο, μαζί μου για να ζήσεις
Μα πάνε χρόνια τώρα που έχω πια πεθάνει
Σου λέω « είμαι άψυχο σκαρί… θα ναυαγήσεις»

Ξέρεις τι 'ναι;



Ξέρεις τι ‘ναι να μιλάς με την σιωπή
Να αγγίζεις τις χορδές του παραλόγου;
Να αφήνεσαι στο τέλμα του διαλόγου
Να μην νιώθεις ούτε βράδυ ούτε πρωί;

Ξέρεις τι ‘ναι να μην έχεις πια καρδιά
Μόνο κρύα συναισθήματα ντυμένα
Με χαμόγελα που μοιάζουν κι αυτά ξένα
Δανεικά από του τότε την χαρά;

Ξέρεις τι ‘ναι να ‘μαι εδώ στο πουθενά
Κι όλοι οι άλλοι στο περίπου και στο τώρα;
Να με ντύνουν οι σταγόνες απ’ την μπόρα
Που σχημάτισε στα μάτια η παγωνιά;

Ξέρεις τι ‘ναι να ‘χεις μείνει στα μισά
Ενός δρόμου που σ’ ορκίστηκε το πάντα;
Και στο τέλος να μετράς με τον εξάντα
Για να βρεις σε ποια γωνιά χάθηκες πια;

Ξέρεις τι ‘ναι να φοβάσαι πια να δεις
Τις πληγές που ‘χουν ανοίξει με τρυπάνι;
Κι ούτε χώμα ούτε τσιμέντο πια δεν πιάνει
Να τις κλείσει κι απ’ αυτές ν’ απαλλαγείς!


Αν το ξέρεις, τότε πάψε να ρωτάς
Γιατί νοίκιασε η θλίψη μες στα μάτια μου δυάρι!

Στο ακρογιάλι της ουτοπίας



Εγώ είμαι η Χαρά! ζωή – ετών 30 –
δε σου ‘χω ξανασυστηθεί
Σ’ ενέχυρο, στην Κηφισιά σ’ είχα πουλήσει
και ζούσα με τα δανεικά

Σου ‘στελνα γράμματα ψυχής – πώς να τα λάβεις; -
όλα με διεύθυνση ελλιπής
Την πόρτα μου άφησα ανοιχτά μα εσύ στεκόσουν
στο κεφαλόσκαλο μπροστά

Έχω πετάξει αποσκευές – τα περιττά μου –
απολιθώματα του χθες
Με μια ελεύθερη ψυχή ζούσα από πάντα
τρέμοντας μην παγιδευτεί

Και άθελά μου εν αγνοία; την παγίδα μου
ονομάτισα θυσία
Ερήμην μου με λύγισαν – με δυο καπέλα –
οι ενοχές με προίκισαν

Οι γύρω μου, οι συγγενείς – τόσο άγνωστοι! –
δε μ’ ένιωσε ποτέ κανείς
Κι ένα απόγευμα θαρρώ – Μάρτης πως ήταν –
έπαψα να σε καρτερώ

Το καπελάκι μου στραβά, φορώ και τρέχω
σε ουτοπίας ακρογιαλιά
Και σου συστήνομαι ευθύς, κι αν σου χρωστούσα
τώρα ξοφλάω μετρητοίς.

Το ποιήμα είναι εμπνευσμένο απο το ομοτιτλο βιβλίο της Αλκυόνη Παπαδάκη...

Μα αν δεν τα ζούσα…



Από μικρή πάντα μου έλεγες μαμά
Πως είναι ο κόσμος, δέκα πίκρες - μια χαρά
Θέλησες μόνη μου στα πόδια να σταθώ
Να ‘χω πυγμή και δύναμη και τσαγανό

« Να ‘σαι καχύποπτη, σε ξένους μη μιλάς
Και τα λεφτά, σφιχτά στο χέρι να κρατάς
Μη λες πολλά και μην κορδώνεσαι πολύ
Μάθε να είσαι σοβαρή και ταπεινή!»

Μην πληγωθώ, έτρεμες βράδυ και πρωί
Κι έλεγες «δώσε όσα μου στέρησες ζωή,
στο σπλάχνο μου, χάρισε όλες τις χαρές
και φύλαξε μου κι άλλες πίκρες αν το θες»

Κι όταν στηρίχθηκα στα πόδια μου δειλά
Κι άνοιξα τρέμοντας τ’ αμάθητα φτερά
Στάθηκες πίσω μου κι άφησες να χαθώ
Σ’ άγνωστα μέρη να πετάξω, ν’ αφεθώ

Πάντα σε άκουγα γλυκά να μου μιλάς
«Να μην ξανοίγεσαι, σαν μόνη σου πετάς!»
Μα ειν’ γλυκό το πρώτο βήμα κάθε αρχής
Και νιώθεις όλα ότι θα γίνουν όπως πεις

Μα σαν αρχίσανε οι πρώτες οι βροχές
Είδα πως βρέθηκα γυμνή στις συμφορές
Οι καταιγίδες τσαλακώσαν τα φτερά
Κι οι κεραυνοί, μου μαύρισαν τα σωθικά

«Μετά από χρόνια, γύρισα για να σε βρω
και την καρδιά μου να σ’ ανοίξω επιθυμώ
Δες πως γκριζάρανε τα μαύρα μου μαλλιά
Έπρεπε μάνα, να τα ζήσω όλ’ αυτά!»

Κι εσύ βουρκώνεις κι όλο κάνεις να μου πεις
Κάποια σου λέξη μα… την πνίγεις και σιωπείς
Κάθεσαι απέναντι βουβά και με κοιτάς
Σαν να ‘μαι ξένη στην αρχή με ακουμπάς

Σαν σου ξελύνω τις πληγές, παραμιλάς
«Όχι! Δε γίνεται!» λες και παραπατάς
Μα είναι αλήθεια μάνα όσο κι αν πονώ
Αυτή είμαι εγώ, τα λάθη μου κι όσα αγαπώ

Τώρα το ξέρω! Είχες δίκιο εξ’ αρχής!
Μα αν δεν τα ζήσεις, πώς θα μάθεις να τα πεις;
Σ’ ευχαριστώ που είσαι πάντοτε εδώ
Κι αυτό να ξέρεις είναι πάντα αρκετό!

Τετάρτη 13 Δεκεμβρίου 2006

Θεούλη….εδώ Άννα



Δεν ήμουνα παιδί εγώ να παίξω με παιχνίδια
Έν’ αλητάκι ήμουνα της κάτω γειτονιάς
Δεν ήμουν κάποιας κόρη, να με ντύσει με στολίδια
Με δανεικά κουρέλια με έντυνε ο ντουνιάς

Είχα στα μάτια την ψυχή, στα χείλη πάντα μέλι
Και έτρεχα σαν άνεμος, να πιάσω την ζωή
Μα ένα ορφανό – κι ας είν’ ψυχή – κανένας δεν το θέλει
Και τον Θεούλη ικέτευα, για ένα του φιλί

Σκληρό να ζεις χωρίς στοργή και πώς να το αντέξω
Ένα απόγευμα μουντό, σου φώναξα να ‘ρθεις
Δέξου με, μες στο σπίτι σου, άσε με να χωρέσω
Στην πιο κρυφή γωνίτσα σου και κάνω ότι μου πεις

Θεούλη… εδώ η Άννα που γράμματα δεν ξέρει
Μα σου ‘στελνε μηνύματα με στάλες της βροχής
Και επιτέλους μου ‘δωσες κι εμένα ένα αστέρι
Και κει που είμαι τώρα πια… δε με πονάει κανείς.

Εμπνευσμενο απο το ομοτιτλο βιβλιο του Fynn

Θα κόψω τους ορίζοντες



Λέω να κόψω τους ορίζοντες απόψε
Να σπάσω θέλω τα δεσμά που με κρατούν
Λέω ν’ ανάψω για λαμπάδα τους λυγμούς μου
Και προσευχή να κάνω, να εξαφανιστούν

Λέω να σπάσω μες στα μάτια μου τον ήλιο
Και να φυτέψω στην σκιά σάπιους λωτούς
Λέω να σκάψω μια τάφρο εδώ τριγύρω
Να μη μ’ αγγίζουν σαν πετώ στους ουρανούς

Έλεγα κάποτε ν’ άνοιγα τα πανιά μου
Και να χανόμουνα στου κόσμου τα’ ανοιχτά
Έλεγα, δεν μπορεί… θα έρθει κι η σειρά μου
Σαν πυροτέχνημα να λάμψω μια βραδιά

Έλεγα κι έλεγα, μα τίποτα δεν είπα
Όλα τα έπνιξα βαθιά στα σωθικά
Ποτέ δε βγήκα στ’ ανοιχτά για νέα ταξίδια
Και μες στο υπόγειο, κλείδωσα τα πανιά.

Έλα



Είχα ξεμείνει από ελπίδες κι αντοχή
Και μες στο σπίτι είχαν πλακώσει οι Ερινύες
Έκανα δήθεν την τυφλή και την κουφή
Μα δε τις άκουγε ο Μορφέας τις ικεσίες

Ένας αέρας παγωμένος είχε ‘ρθει
Από του κάτω κόσμου τ’ άδεια καλντερίμια
Κι απ’ το μπαλκόνι, μου χτυπούσε με οργή
Και για να βγω, μου ‘ταζε ήλιους δαχτυλίδια

Δεν τα κατάφερα στα δώρα ν’ αρνηθώ
Δεν είχαν μείνει και πολλά να περιμένω
Άνοιξα πόρτες και το μαύρο νυχτικό
Ρίχτηκε λάγνα στ’ όργιο της νύχτας ξαναμμένο

Κάνω δυο βήματα κι έρχομαι πιο κοντά
Σ’ αυτό το «έλα» που σαν μαγνήτης με τραβάει
Κάνει ένα σάλτο στον αγέρα η καρδιά
Και στο κενό πέφτει, αφήνεται και σπάει

Έμεινα εκεί, χωρίς πνοή να την κοιτώ
Κι είχε τρυπώσει στο μεδούλι μου το κρύο
Πως το κατάφερα, εγώ να είμαι εδώ;
Και μες στον δρόμο να ψυχορραγεί το αντίο;

Έπρεπε κάπως να σκοτώσω εμάς τους δυο