Φιγούρα που έγειρε στου χρόνου τα σημάδια
Κι ένα χαμόγελο που πέθανε νωρίς
Νωρίς στερήθηκες τα παιδικά τα χάδια
Και από τότε ως τα τώρα προσπαθείς
Φωνή που άλλαξε στου χρόνου τα γρανάζια
Μπάσα, θλιμμένη σαν απόηχος θαρρείς
Θαρρείς πως βούλιαξε σαν άγκυρα γαλάζια
Κι αυτό το γέλιο σου, αδέκαστος κριτής
Βλέμμα περήφανο μαζί και λαβωμένο
Που τόσα χρόνια δεν το ένιωσε κανείς
Κανείς δεν το ‘δε, σε κοιτούσανε σαν ξένο
Μονάχα ‘γω σ’ είδα πως ήσουν εξαρχής
Τώρα διαλέγεις και πετάς απομεινάρια
Ενθύμια, δώρα, αναμνήσεις μιας ζωής
Ζωής που φύλαγες μες σε κλειστά συρτάρια
Και σαν ξερόφυλλα σκορπάνε καταγής
Γυρνάς σκυφτός μέσα στο άδειο σπιτικό σου
Και να ξεφύγεις πια απ’ όλα επιθυμείς
Επιθυμείς ν’ αλλάξεις απ’ τον εαυτό σου
Όλα τα χρώματα και μ’ άσπρα να ντυθείς
Μάζεψες κούτες και βαλίτσες σε μιαν άκρη
Σφίγγεις ψυχή, έναν λυγμό και ένα σου δάκρυ
Με την γροθιά που σ’ έπλεξαν τα δάχτυλά σου
Χτυπάς τον τοίχο μα, ματώνει η καρδιά σου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου